Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
straight shooter
/stɹˈeɪt ʃˈuːɾɚ/
/stɹˈeɪt ʃˈuːtə/
Straight shooter
01
ευθύς σκοπευτής, ειλικρινές άτομο
an individual who is characterized by being honest and trustworthy
Παραδείγματα
I appreciate working with him because he always gives honest and direct feedback. He 's a real straight shooter.
Εκτιμώ τη συνεργασία μαζί του γιατί δίνει πάντα ειλικρινή και άμεση ανατροφοδότηση. Είναι ένας ειλικρινής και αξιόπιστος άνθρωπος.
She does n't beat around the bush when it comes to expressing her opinions. She 's known as a straight shooter.
Δεν περιφέρεται γύρω από τον θάμνο όταν πρόκειται να εκφράσει τις απόψεις της. Είναι γνωστή ως ευθύς άνθρωπος.



























