Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
stoned
01
στουρνάρης, μεθυσμένος
feeling or acting unusually different due to the influence of alcohol, marijuana, etc.
Παραδείγματα
After smoking a joint, he felt stoned and mellow, enjoying the sensation of heightened senses.
Αφού κάπνισε ένα joint, αισθάνθηκε στουκωμένος και χαλαρός, απολαμβάνοντας την αίσθηση των εντεταμένων αισθήσεων.
The teenagers giggled uncontrollably as they got stoned together in the park.
Οι έφηβες γέλασαν ακράτητα καθώς ντροπιάζονταν μαζί στο πάρκο.
Λεξικό Δέντρο
stoned
stone



























