LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Stokehole
/stˈəʊkhəʊl/
/stˈoʊkhoʊl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "stokehole"
Stokehole
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(nautical) chamber or compartment in which the furnaces of a ship are stoked or fired
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
stokehold
stoked
stoke
stoicism
stoichiometry
stoker
stokes' aster
stokesia
stokesia laevis
stokoe notation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App