Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
sticking plaster
/stˈɪkɪŋ plˈæstɚ/
/stˈɪkɪŋ plˈastə/
Sticking plaster
01
αυτοκόλλητο επίδεσμο, λεκκοπλάστ
an adhesive bandage or tape used in dressing superficial wounds and abrasions
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αυτοκόλλητο επίδεσμο, λεκκοπλάστ