LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Berk
/bˈɜːk/
/ˈbɝk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "berk"
Berk
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a stupid person who is easy to take advantage of
word family
berk
berk
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
berith
berit
bering time
bering strait
bering standard time
berkelium
berkshire
berkshire hills
berkshire locomotive
berkshires
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App