Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Stepbrother
01
ετεροθαλής αδελφός, πατριός ή θετός γιος
the son of one's stepfather or stepmother from a previous relationship
Παραδείγματα
My stepbrother and I get along well, even though we come from different families.
Εγώ και ο ετεροθαλής αδελφός μου τα πάμε καλά, παρόλο που προερχόμαστε από διαφορετικές οικογένειες.
After our parents got married, I gained a stepbrother who is now like a brother to me.
Μετά τον γάμο των γονιών μας, απέκτησα έναν ετεροθαλή αδελφό που τώρα είναι σαν αδερφός για μένα.
Λεξικό Δέντρο
stepbrother
step
brother



























