LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Starved
/stˈɑːvd/
/ˈstɑɹvd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "starved"
starved
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
extremely hungry
02
suffering from lack of food
word family
starve
starve
Verb
starved
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
starve
starvation diet
starvation acidosis
starvation
startup
starved aster
starveling
starving
stash
stash away
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App