Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
starved
01
πεινασμένος, λιμοκτονούντας
extremely hungry
02
πεινασμένος, λιμοκτονούντας
suffering from lack of food
Λεξικό Δέντρο
starved
starve
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
πεινασμένος, λιμοκτονούντας
πεινασμένος, λιμοκτονούντας
Λεξικό Δέντρο