Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
benthic
01
βενθικός, σχετικός με τον πυθμένα ενός υδάτινου σώματος
of or relating to or happening on the bottom under a body of water
02
βενθικός, που κατοικεί στον πυθμένα της θάλασσας ή ενός άλλου υδάτινου σώματος
(of organisms) inhabiting the floor of the sea or another body of water
Παραδείγματα
Many benthic organisms, like starfish and sea cucumbers, are found on the ocean floor.
Πολλοί βενθικοί οργανισμοί, όπως αστέρια και αγγούρια της θάλασσας, βρίσκονται στον πυθμένα του ωκεανού.
The scientist studied benthic habitats to understand the unique ecosystems at the bottom of the lake.
Ο επιστήμονας μελέτησε βενθικά οικοσυστήματα για να κατανοήσει τα μοναδικά οικοσυστήματα στον πυθμένα της λίμνης.



























