Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
benighted
01
αναχρονιστικός, αγνοών
lacking in intellect, culture, knowledge, or morals
Παραδείγματα
The isolated village was considered benighted due to its lack of modern education.
Το απομονωμένο χωριό θεωρήθηκε αμαθές λόγω της έλλειψης σύγχρονης εκπαίδευσης.
The book criticized the benighted attitudes of society during that era.
Το βιβλίο επέκρινε τις αδαείς στάσεις της κοινωνίας κατά εκείνη την εποχή.
02
κατακλυσμένος από τη νύχτα, βυθισμένος στο σκοτάδι
overtaken by night or darkness
Λεξικό Δέντρο
benighted
benight



























