Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bending
01
κάμψη, καμπή
the act of bending something
02
κάμψη, λύγισμα
movement that causes the formation of a curve
03
κάμψη, καμπυλότητα
the property of being bent or deflected
Λεξικό Δέντρο
bending
bend
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κάμψη, καμπή
κάμψη, λύγισμα
κάμψη, καμπυλότητα
Λεξικό Δέντρο