LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spur track
/spˈɜː tɹˈak/
/spˈɜː tɹˈæk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spur track"
Spur track
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a railway line connected to a trunk line
word family
spur track
spur track
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spur route
spur on
spur gear
spur blight
spur
spur wheel
spurge
spurge family
spurge nettle
spurious
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App