LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spurge
/spˈɜːdʒ/
/ˈspɝdʒ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spurge"
Spurge
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of numerous plants of the genus Euphorbia; usually having milky often poisonous juice
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spur wheel
spur track
spur route
spur on
spur gear
spurge family
spurge nettle
spurious
spurious correlation
spurious wing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App