LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sprucely
/spɹˈuːsli/
/spɹˈuːsli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "sprucely"
sprucely
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a stylish manner
word family
spruce
spruce
Adjective
sprucely
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spruced up
spruce up
spruce grouse
spruce gall aphid
spruce beer
spruceness
sprue
sprung rhythm
spry
spud
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App