Sprawling
volume
British pronunciation/spɹˈɔːlɪŋ/
American pronunciation/ˈspɹɔɫɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "sprawling"

01

an ungainly posture with arms and legs spread about

01

spreading out in different directions or distributed irregularly

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store