LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Sprawler
/spɹˈɔːlə/
/spɹˈɔːlɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "sprawler"
Sprawler
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a person who sprawls
word family
sprawl
sprawl
Verb
sprawler
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
sprawl
sprat
sprained
sprain
spraguea umbellatum
sprawling
sprawly
spray
spray bottle
spray can
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App