LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spoiling
/spˈɔɪlɪŋ/
/ˈspɔɪɫɪŋ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "spoiling"
Spoiling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the act of spoiling something by causing damage to it
02
the process of becoming spoiled
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spoiler alert
spoiler
spoiled
spoilation
spoilage
spoils system
spoilsport
spoilt for choice
spokane
spoke
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App