LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Split infinitive
/splˈɪt ɪnfˈɪnɪtˌɪv/
/splˈɪt ɪnfˈɪnɪtˌɪv/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "split infinitive"
Split infinitive
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
διχασμός αόριστος
a construction in which an adverb or adverbial phrase is placed between the particle "to" and the base form of a verb
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
download application
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
download langeek app
download
Download Mobile App