Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spiritedly
01
με ενθουσιασμό, με αποφασιστικότητα
in a way that shows energy, enthusiasm, or determination
Παραδείγματα
The team played spiritedly throughout the match, never giving up despite the score.
Η ομάδα έπαιξε με πνεύμα σε όλο το παιχνίδι, δεν τα παράτησε ποτέ παρά το σκορ.
She defended her ideas spiritedly during the debate.
Υπερασπίστηκε τις ιδέες της με ενθουσιασμό κατά τη διάρκεια της συζήτησης.
Λεξικό Δέντρο
spiritedly
spirited
spirit



























