LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spike heel
/spˈaɪk hˈiːl/
/spˈaɪk hˈiːl/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spike heel"
Spike heel
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a very high narrow heel on women's shoes
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spike heath
spike arrester
spike
spik
spigot
spike lavender
spike lavender oil
spike lee
spike microphone
spike mike
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App