LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Spik
/spˈɪk/
/spˈɪk/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "spik"
Spik
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(ethnic slur) offensive term for persons of Latin American descent
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
spigot
spiffy
spiffing
spiffed up
spiff up
spike
spike arrester
spike heath
spike heel
spike lavender
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App