Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spic
01
εντελώς καθαρός, καθαρός σαν το κρύσταλλο
completely neat and clean
Spic
01
spic (προσβλητικός όρος για άτομα λατινοαμερικανικής καταγωγής), spic (υποτιμητικός όρος για ανθρώπους λατινοαμερικανικής καταγωγής)
(ethnic slur) offensive term for persons of Latin American descent
Λεξικό Δέντρο
spicate
spic



























