Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
spatial
01
χωρικός, σχετικός με το χώρο
relating to space or the physical dimensions of an area or object
Παραδείγματα
Architects use spatial planning to optimize room layouts in buildings.
Οι αρχιτέκτονες χρησιμοποιούν χωρικό σχεδιασμό για να βελτιστοποιήσουν τη διάταξη των δωματίων σε κτίρια.
The artist 's painting depicted a unique spatial perspective of the city skyline.
Ο πίνακας του καλλιτέχνη απεικόνιζε μια μοναδική χωρική προοπτική της ορίζοντας της πόλης.
Λεξικό Δέντρο
nonspatial
spatiality
spatially
spatial
spat



























