Spasmolytic
volume
British pronunciation/spˌazməlˈɪtɪk/
American pronunciation/spˌæzməlˈɪɾɪk/

Ορισμός και Σημασία του "spasmolytic"

01

a drug used to relieve or prevent spasms (especially of the smooth muscles)

word family

spasmolytic

spasmolytic

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store