Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Spasm
01
σπασμός, συστολή
a sudden, uncontrollable tightening or contraction of a muscle
02
σπασμός, σύσπαση
(pathology) sudden constriction of a hollow organ (as a blood vessel)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
σπασμός, συστολή
σπασμός, σύσπαση