Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
soundproof
01
ηχομονωτικός, ηχοστεγής
preventing sound from entering or leaving a room or space, typically through the use of special materials or construction techniques
Παραδείγματα
The walls of the studio are soundproof to ensure quiet recording conditions.
Οι τοίχοι του στούντιο είναι ηχομονωτικοί για να εξασφαλίζουν ήσυχες συνθήκες ηχογράφησης.
She installed soundproof windows to block the traffic noise.
Εγκατέστησε ηχομονωτικά παράθυρα για να μπλοκάρει τον θόρυβο της κυκλοφορίας.
to soundproof
01
ηχομονώνω, μονώνω κατά του θορύβου
insulate against noise
Λεξικό Δέντρο
soundproof
sound
proof



























