LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bellman
/bˈɛlmən/
/ˈbɛɫmən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bellman"
Bellman
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
someone employed as an errand boy and luggage carrier around hotels
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
bellis perennis
bellis
bellini
bellingham
belling
bellow
bellower
bellowing
bellows
bellows fish
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App