Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
somnolent
01
νυσταγμένος, υπνηλός
feeling sleepy as a result of exhaustion or drug consumption
Λεξικό Δέντρο
somnolently
somnolent
somnol
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
νυσταγμένος, υπνηλός
Λεξικό Δέντρο