Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Bell pepper
01
πιπεριά, γλυκιά πιπεριά
a small hollow fruit, typically red or green, etc., used in cooking or eaten raw
Dialect
American
Παραδείγματα
She added chopped bell pepper to the salad for extra crunch.
Πρόσθεσε κομμένη πιπεριά στη σαλάτα για επιπλέον τραγανότητα.
The recipe called for a mix of bell peppers in different colors.
Η συνταγή ζητούσε ένα μείγμα από πιπεριές σε διαφορετικά χρώματα.



























