Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sociologist
01
κοινωνιολόγος, ειδικός στην κοινωνιολογία
a person who studies human society, social behavior, and how people interact with each other in groups
Παραδείγματα
The sociologist conducted research on urban communities.
Ο κοινωνιολόγος διεξήγαγε έρευνα για τις αστικές κοινότητες.
She became a sociologist to study the impact of social media on relationships.
Έγινε κοινωνιολόγος για να μελετήσει την επίδραση των κοινωνικών δικτύων στις σχέσεις.
Λεξικό Δέντρο
sociologist
sociology
socio



























