Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Social worker
01
κοινωνικός λειτουργός, κοινωνικός εργαζόμενος
someone who is employed to give advice to or provide help for those with family or financial problems
Παραδείγματα
The social worker assisted families in need.
Ο κοινωνικός λειτουργός βοήθησε οικογένειες σε ανάγκη.
The hospital assigned a social worker to help patients with financial aid.
Το νοσοκομείο ανέθεσε έναν κοινωνικό λειτουργό για να βοηθήσει τους ασθενείς με οικονομική βοήθεια.



























