Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Snowshoe
01
χιονοπέδιλο, παπούτσι για χιόνι
a type of footwear designed to help individuals walk on top of deep snow
to snowshoe
01
περπατώ με χιονοπέδιλα
travel on snowshoes
Λεξικό Δέντρο
snowshoe
snow
shoe
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
χιονοπέδιλο, παπούτσι για χιόνι
περπατώ με χιονοπέδιλα
Λεξικό Δέντρο
snow
shoe