Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Snowmobile
01
χιονοκίνητο, όχημα για χιόνι
a vehicle designed to travel over snow and ice, typically equipped with caterpillar tracks or skis
Παραδείγματα
The snowmobile zoomed across the frozen lake with ease.
Το χιονοκίνητο πέρασε με ευκολία από την παγωμένη λίμνη.
We rented a snowmobile to explore the remote Arctic wilderness.
Νοικιάσαμε ένα χιονοκίνητο για να εξερευνήσουμε την απομακρυσμένη αρκτική έρημο.
to snowmobile
01
οδηγώ χιονοκίνητο, κάνω βόλτα με χιονοκίνητο
ride a snowmobile
Λεξικό Δέντρο
snowmobile
snow
mobile



























