Snorting
volume
British pronunciation/snˈɔːtɪŋ/
American pronunciation/ˈsnɔɹtɪŋ/

Ορισμός και Σημασία του "snorting"

01

an act of forcible exhalation

word family

snort

snort

Verb

snorting

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store