LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Snooper
/snˈuːpɐ/
/snˈuːpɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "snooper"
Snooper
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a spy who makes uninvited inquiries into the private affairs of others
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
snoop
snooker table
snooker
snook
snood
snoopiness
snoopy
snoot
snootily
snootiness
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App