Sniffler
volume
British pronunciation/snˈɪflə/
American pronunciation/ˈsnɪfɫɝ/

Ορισμός και Σημασία του "sniffler"

01

a person who breathes audibly through a congested nose

word family

sniffle

sniffle

Verb

sniffler

Noun
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store