LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Snarled
/snˈɑːld/
/ˈsnɑɹəɫd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "snarled"
snarled
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
tangled in knots or snarls
word family
snarl
snarl
Verb
snarled
Adjective
unsnarled
Adjective
unsnarled
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
snarl-up
snarl up
snarl
snarky
snarf
snarly
snatch
snatch block
snatch up
snatch victory from the jaws of defeat
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App