LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Slow-wittedness
/slˈəʊwˈɪtɪdnəs/
/slˈoʊwˈɪɾᵻdnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "slow-wittedness"
Slow-wittedness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the quality of being mentally slow and limited
word family
slow-wittedness
slow-wittedness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
slow-witted
slow-moving
slow virus
slow up
slow to a crawl
slowcoach
slowdown
slower
slowest
slowgoing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App