Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Slipper
01
παντόφλα, σαγιονάρα
soft and comfortable footwear worn indoors
02
άτομο που γλιστρά, γλιστρών
a person who slips or slides because of loss of traction
Λεξικό Δέντρο
slippery
slipper
slip
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παντόφλα, σαγιονάρα
άτομο που γλιστρά, γλιστρών
Λεξικό Δέντρο