Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to slip up
[phrase form: slip]
01
κάνω λάθος, σφάλλω
to make a mistake
Intransitive
Παραδείγματα
He did n't mean to insult her, but he slipped up and said something unintentionally hurtful.
Δεν ήθελε να την προσβάλει, αλλά έκανε λάθος και είπε κάτι ακούσια πληγωτικό.
During the presentation, she slipped up and forgot a crucial detail about the project.
Κατά την παρουσίαση, έκανε λάθος και ξέχασε μια κρίσιμη λεπτομέρεια σχετικά με το έργο.



























