Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to slip by
[phrase form: slip]
01
περνά γρήγορα, περνά απαρατήρητο
(of a period of time) to pass quickly or unnoticed
Intransitive
Παραδείγματα
The hours slipped by as she immersed herself in her work.
Οι ώρες περνούσαν καθώς ήταν βυθισμένη στη δουλειά της.
The deadline slipped by without him realizing it.
Η προθεσμία πέρασε χωρίς να το καταλάβει.



























