Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sleuth
01
κατασκοπεύω, ερευνώ κρυφά
watch, observe, or inquire secretly
Sleuth
01
ντετέκτιβ, ερευνητής
a detective who follows a trail
Λεξικό Δέντρο
sleuthing
sleuth
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κατασκοπεύω, ερευνώ κρυφά
ντετέκτιβ, ερευνητής
Λεξικό Δέντρο