Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sleep together
[phrase form: sleep]
01
κοιμόμαστε μαζί, κάνω έρωτα
to engage in sexual intercourse
Παραδείγματα
After months of dating, they decided to sleep together for the first time.
Μετά από μήνες γνωριμίας, αποφάσισαν να κοιμηθούν μαζί για πρώτη φορά.
The couple had been in a relationship for years before they finally slept together.
Το ζευγάρι ήταν σε σχέση για χρόνια πριν κοιμηθούν τελικά μαζί.



























