Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to sleek down
01
λείανση, ηρεμία
to use styling products or tools to flatten and tame the hair, making it appear smooth, sleek, and well-groomed
Παραδείγματα
She used gel to sleek down her hair, giving it a polished look for the event.
Χρησιμοποίησε ζελέ για να λιάνει τα μαλλιά της, δίνοντάς τους μια γυαλιστερή εμφάνιση για την εκδήλωση.
After brushing, he sleeked down his dog ’s fur to remove any tangles.
Μετά το βούρτσισμα, έκανε λείο το τρίχωμα του σκύλου του για να αφαιρέσει τυχόν κόμπους.



























