Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sledding
01
έλκηθρο, αθλητισμός με έλκηθρο
the practice of riding a sled on snow as a sport or hobby
02
πρόοδος, προόδευση
advancing toward a goal
Λεξικό Δέντρο
sledding
sled
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
έλκηθρο, αθλητισμός με έλκηθρο
πρόοδος, προόδευση
Λεξικό Δέντρο