LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Skinflint
/skˈɪnflɪnt/
/ˈskɪnfɫɪnt/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "skinflint"
Skinflint
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a selfish person who is unwilling to give or spend
word family
skin
flint
skinflint
skinflint
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
skincare specialist
skincare
skin-tight
skin-diver
skin-dive
skinful
skinhead
skinheads
skink
skinless
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App