Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Skater
01
πατινέρ, σκέιτερ
a person who moves on a flat surface wearing special boots with wheels or blades
Παραδείγματα
The skater effortlessly glided across the ice during the performance.
Ο πατινέρ γλίστρησε αβίαστα στον πάγο κατά τη διάρκεια της παράστασης.
I watched the skater speed down the hill, weaving in and out of obstacles.
Παρακολούθησα τον πατινέρ να κατεβαίνει με ταχύτητα τον λόφο, ελισσόμενος ανάμεσα στα εμπόδια.
Λεξικό Δέντρο
skater
skate



























