Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Sixth sense
01
έκτη αίσθηση, διαίσθηση
a general sense of intuition or perception that is not based on rational or empirical evidence
Παραδείγματα
She seemed to have a sixth sense for detecting danger.
Φαινόταν να έχει μια έκτη αίσθηση για την ανίχνευση κινδύνου.
His sixth sense told him someone was watching.
Η έκτη αίσθηση του του είπε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε.



























