Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
single-minded
01
αποφασισμένος, προσηλωμένος
focusing on one particular goal or purpose, and determined to achieve it
Παραδείγματα
He was single-minded in his pursuit of a successful career.
Ήταν αφοσιωμένος στην επιδίωξη μιας επιτυχημένης καριέρας.
The artist ’s single-minded dedication to her craft is inspiring.
Η μονοσκοπική αφοσίωση της καλλιτέχνιδας στη δουλειά της είναι εμπνευστική.



























