Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
to simplify
01
απλοποιώ
to make something easier or less complex to understand, do, etc.
Transitive: to simplify sth
Παραδείγματα
The teacher simplified the math problem to help the students grasp the concept.
Ο δάσκαλος απλοποίησε το μαθηματικό πρόβλημα για να βοηθήσει τους μαθητές να κατανοήσουν την έννοια.
The software update aimed to simplify the user interface for a more user-friendly experience.
Η ενημέρωση του λογισμικού αποσκοπούσε στην απλοποίηση της διεπαφής χρήστη για μια πιο φιλική προς τον χρήστη εμπειρία.
Λεξικό Δέντρο
oversimplify
simplified
simplify
simple



























