Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Simplicity
01
απλότητα, ευκολία
the state of being uncomplicated, straightforward, or free from complexity
Παραδείγματα
The beauty of her design lies in its simplicity and elegance.
Η ομορφιά του σχεδίου της βρίσκεται στην απλότητα και την κομψότητα του.
He appreciates the simplicity of country life over the hustle of the city.
Εκτιμά την απλότητα της ζωής στην ύπαιθρο έναντι της φασαρίας της πόλης.
02
απλότητα, αφέλεια
a lack of penetration or subtlety
03
απλότητα, ευκολία
freedom from difficulty or hardship or effort
04
απλότητα, λιτότητα
lack of ornamentation
05
απλότητα, φυσικότητα
absence of affectation or pretense
Λεξικό Δέντρο
simplicity
simple



























